προθερμαίνω

Revision as of 06:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A warm first, Plu.2.725a, Gal.6.90, Procl.Sacr.p.149 B.:—Pass., of water, Arist.Mete.348b32, Fr.216.

German (Pape)

[Seite 723] vorher wärmen, Plut. Symp. 6, 4, 1 im aor. pass.

Greek (Liddell-Scott)

προθερμαίνω: θερμαίνω πρότερον, Πλούτ. 2. 690C. ― Παθ., ἐπὶ ὕδατος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 15, Ἀποσπ. 208.

French (Bailly abrégé)

faire chauffer auparavant.
Étymologie: πρό, θερμαίνω.

Greek Monolingual

ΝΑ
θερμαίνω προηγουμένως
νεοελλ.
μέσ. προθερμαίνομαι
(αθλ.) κάνω ελαφρές ασκήσεις για να προετοιμαστώ για αγώνα.

Russian (Dvoretsky)

προθερμαίνω: (за)ранее нагревать (ὕδωρ προθερμανθέν Plut.).