πευστέον

Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

(πυνθάνομαι)

   A one must inquire, Pl.Sph.244b.

Greek (Liddell-Scott)

πευστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πυνθάνομαι, δεῖ πυνθάνεσθαι, Πλάτ. Σοφιστ. 244Β.

Russian (Dvoretsky)

πευστέον: adj. verb. к πυνθάνομαι.