πευστέον
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
(πυνθάνομαι) one must inquire, Pl.Sph.244b.
Greek (Liddell-Scott)
πευστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πυνθάνομαι, δεῖ πυνθάνεσθαι, Πλάτ. Σοφιστ. 244Β.
German (Pape)
Adj. verb. zu πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
πευστέον: adj. verb. к πυνθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πευστέον, adj. verb. van πεύθομαι of πυνθάνομαι, er moet nagevraagd worden.