ἐχθρία

Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἡ, late form of ἔχθρα, LXX Ge.26.21.

German (Pape)

[Seite 1125] ἡ, = ἔχθρα; θεοῖς ἐχθρία Dem. 22, 59 (v. l. ἔχθρα), wofür Ar. Vesp. 418 als ein Wort θεοισεχθρία geschrieben ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθρία: ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἔχθρα, Ἑβδ. (Γέν. ΚϚ΄, 21)· πρβλ. θεοσεχθρία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
haine contre, τινι.
Étymologie: ἐχθρός.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐχθρία, Μ και ἐχριά και ὀχθριά και ὀχτριά) εχθρός
(μεταγ. τ. του έχθρα) έχθρα, μίσος.

Russian (Dvoretsky)

ἐχθρία: ἡ вражда, ненависть (θεοῖς ἐ. Dem. - v. l. к θεοισενθρία).