ἀμπολέω
English (Slater)
ἀμπολέω
1 go over met., of repetition ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.104), cf. ἀναπολίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπολέω: Pind. = ἀναπολέω.
ἀμπολέω
1 go over met., of repetition ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.104), cf. ἀναπολίζω.
ἀμπολέω: Pind. = ἀναπολέω.