[Seite 114] ἡ, sc. γῆ, das Gränzland, die Gränze, S. Emp. adv. math. 7, 151. S. μεθόριος.
ας (ἡ) :v. μεθόριος.
μεθόρια, ἡ (Α) μεθόριοςη εξορία.
μεθορία: ἡ (sc. χώρα) пограничная область, сопредельный край (Ἀράβων καὶ Ἀσσυρίων Plut.; Τύρου καὶ Σιδῶνος NT).