μεθόριος

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθόριος Medium diacritics: μεθόριος Low diacritics: μεθόριος Capitals: ΜΕΘΟΡΙΟΣ
Transliteration A: methórios Transliteration B: methorios Transliteration C: methorios Beta Code: meqo/rios

English (LSJ)

μεθορία, μεθόριον (also μεθόριος, μεθόριον Ph. (v. infr.)), (ὅρος) lying between as a boundary, γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς the border country between... Th.2.27, 4.56: neut. pl., borders, marches, ἐν μεθορίοις τῆς Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Th.2.18, cf. X.Cyr.1.4.16, etc.; τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος v.l. in Ev.Marc.7.24; μεθόρια φιλοσόφου τε καὶ πολιτικοῦ Prodic.6: sg., τὸ μεθόριον LXX Jo.19.27 cod. A: metaph., Pl.Lg. 878b; ὁ ὕπνος δοκεῖ εἶναι τοῦ ζῆν καὶ τοῦ μὴ ζῆν μ. Arist.GA778b30, cf. HA588b5, Hierocl.in CA20p.462M.; ἐν μεθορίῳ [εἶναι] Arist.Pr.943 b26, Gal.6.255; ἡ Ἀράβων καὶ Ἀσσυρίων μεθορία (sc. χώρα) Plu.Crass. 22; ἡ μεθόριος Ph.2.514; ἔστι ἐν λιτότητι μεθόριος = there is a limit to frugality, cj. in Epicur.Sent.Vat.63.

German (Pape)

[Seite 114] auch 3 Endgn, zusammengränzend, angränzend, ἡ Θυρεᾶτις γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς, Thuc. 2, 27, ist das Gränzland von Argos u. Lacedämon, 4, 56, wofür Sp. ἡ μεθόριος sagen. Häufig steht τὸ μεθόριον substantivisch, die Gränze, Angränzung, Plat. Legg. IX, 878 b, οὓς ἔφη μεθόρια φιλοσόφου τε ἀνδρὸς καὶ πολιτικοῦ Euthyd. 305 c; u. τὰ μεθόρια, Xen. Cyr. 1, 4, 16 u. öfter, u. Sp., wie Luc. V. Hist. 1, 20; Plut. Them. 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui forme frontière, limitrophe ; τὰ μεθόρια frontières ; ἡ μεθορία (γῆ ou χώρα) le territoire limitrophe.
Étymologie: μετά, ὅρος.

Russian (Dvoretsky)

μεθόριος: составляющий границу, пограничный (γῆ Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

μεθόριος: -α, -ον, (ὅρος) ὁ τόπος ὁ ἀποτελῶν τὸ ὅριον δύο χωρῶν, γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς Θουκ. 2. 27., 4. 56· ἐν τῷ πληθ. οὐδ. τὰ σύνορα ὁ αὐτ. 2. 18. Ξεν. Κύρ. 1 4. 16, κτλ.: μεταφ., μεθόρια φιλοσόφου καὶ πολιτικοῦ Πλάτ. Εὐθύδ. 305C· - ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., τὸ μεθόριον Πλάτ. Νόμ. 878Β· ὁ ὕπνος δοκεῖ εἶναι τοῦ ζῆν καὶ τοῦ μὴ ζῆν μ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 9, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 5· οὕτως, ἐν μεθορίῳ εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 31· - ὡσαύτως, ἡ μεθορία (ἐξυπακουομ. τοῦ χώρα) Πλουτ. Κράσσ. 22· ἡ μεθορία Φίλων 2. 622. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθόριον· τὸ μεταξὺ τῶν ὁρίων, τὸ διαχωρίζον τοὺς δύο τινῶν ὅρους».

English (Strong)

from μετά and ὅριον; bounded alongside, i.e. contiguous (neuter plural as noun, frontier): border.

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος (ΑM μεθόριος, -ον, Α θηλ. και -ία)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ορίων, αυτός που αποτελεί το όριο, το σύνορο δύο χωρών ή επικρατειών (α. «ἡ δὲ Θυρεᾱτις γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς ἐστιν», Θουκ.
β. «μεθόριος γραμμή»)
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα μεθόρια
τα σύνορα μεταξύ δύο χωρών
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μεθόριος
η γραμμή που χωρίζει δύο χώρες ή δύο κράτη, τα σύνορα
αρχ.
1. μτφ. το ουδ. ως ουσ. α) καθετί που χωρίζει κάτι από κάτι άλλο
β) αστρολ. βαθμός του ζωδιακού κύκλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -όριος(< ὅρος)].

Greek Monotonic

μεθόριος: -α, -ον (ὅρος), συνοριακή γραμμή, τμήμα εδάφους που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο περιοχές ως σύνορο, γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς, συνοριακή περιοχή μεταξύ Αργολίδας και Λακωνίας, σε Θουκ.· στον πληθ., τα όρια, συνοριακή περιοχή, σύνορα, στον ίδ., σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης, ἡ μεθορία (ενν. γῆ), σε Πλούτ.

Middle Liddell

μεθ-όριος, η, ον ὅρος
lying between as a boundary, γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς the border country between Argolis and Laconia, Thuc.: in plural the borders, marches, frontier, Thuc., Xen., etc.:—also, ἡ μεθορία (sub. χώρἀ Plut.

English (Woodhouse)

between, of the marches, on the border line, on the marches

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τόπος πού ἀποτελεῖ τό σύνορο δυό χωρῶν). Σύνθετο ἀπό τό μετά + ὅρος (=σύνορο). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁρίζω.

Lexicon Thucydideum

confinis, bordering, neighboring, 2.27.2, 2.98.1, 4.56.2, 5.41.2,
confinium, border, boundary, 5.54.1, 5.54.4,
confinia, frontiers, borders, 2.18.2, 4.91.1, 4.99.1, 4.128.2, 4.130.2, 5.3.5, 8.10.3, 8.98.2.