adv.avec peine, laborieusement;Cp. ἐπιπονώτερον, Sp. ἐπιπονώτατα.Étymologie: ἐπίπονος.
ἐπιπόνως: трудно, с трудом (εὑρίσκειν Thuc.; ζῆν Xen., Arst., Plut.): ἐ. διανυκτερεῦσαι Plut. провести тяжелую ночь.