ἐπίπονος
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
ἐπίπονον,
A painful, οὖρα f.l. for πέπονα in Hp.Prorrh.59 (ap.Gal.); θάνατοι Phld.Ir.p.30 W.; ἐπιθυμία Epicur.Fr.457; toilsome, laborious, λατρεία S.Tr.829 (lyr.); ἀσχολία, ἄσκησις, φυλακή, Th.1.70, 2.39, 8.11; γῆρας wearisome, Pl.R. 329d (but in good sense, ἔργα ἐξειργασμένοι καλὰ καὶ ἐ. Id.Lg.801e, cf. X.Cyr.8.1.29 (Sup.)); βίος ib.2.3.11; μαθήσεις καὶ μελέται Id.Cyn.12.15; ἁμέρα day of sorrow, S.Tr.654 (lyr.): Comp. πρᾶξις ἐπιπονωτέρα καὶ ἐπικινδυνοτέρα X.An.1.3.19; ἐπιπονώτερον οὐκ εἴληφ' ἐγώ Alex. 195; οὐδὲν διαβολῆς ἐστιν ἐπιπονώτερον Men.576: Sup. παιδεία ἐπιπονωτάτη Pl.R.450c; τὸ ἐπίπονον toil, X.Cyn.l.c.; τὰ ἐ. Arist.EN1116a14; ἐπίπονόν [ἐστι] τὴν δύσκλειαν ἀφανίσαι 'tis a hard task to... Th.3.58.
2. of persons, laborious, patient of toil, Ar.Ra.1370 (lyr.), Pl.Phdr.229d; also, sensitive to fatigue, easily exhausted, Thphr. Sens.11.
3. of omens, portending suffering, X.An.6.1.23.
II. Adv. ἐπιπόνως = laboriously, with hard work, painfully, with suffering, Hp.Epid.1.1; with difficulty, εὑρίσκεσθαι Th.1.22; ζῆν (opp. τρυφᾶν) Arist.Pol.1265a34; ἐπιπόνως καὶ καλῶς τινα θεραπεύειν Isoc.19.11; βιώσεται X.Mem.1.7.2, etc.: Comp. ἐπιπονώτερον, διακονεῖν Arched.3.8: Sup. ἐπιπονώτατα, ζῆν X.Cyr.7.5.67.
German (Pape)
[Seite 972] mit Arbeit, Anstrengung verbunden, mühsam, mühselig; ἁμέρα Soph. Tr. 651; λατρεία 826; μόρος O. C. 1557; Eur. Suppl. 84; βίος Lys. 2, 16; im superl., 21, 19; ἔργα καλὰ καὶ ἐπίπονα, schwierig, Plat. Legg. VII, 801 e; καὶ χαλεπόν Rep. II, 364 a; ἄσκησις Thuc. 2, 39; ἀσχολία 1, 70; Folgde. Auch von Menschen, δεινοῦ καὶ ἐπιπόνου ἀνδρός Plat. Phaedr. 229 d, Mühsal erduldend, wie Ar. Ran. 1370. – Bei Xen. An. 5, 9, 23, ὅτι μέγας μὲν οἰωνὸς εἴη, ἐπίπονος μέντοι, Mühsal vorbedeutend. – Adv. ἐπιπόνως, mit Mühe und Anstrengung, εὑρίσκειν Thuc. 1, 22; ἐπιπονώτατα ζῆν Xen. Cyr. 7, 5, 67.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui coûte de la peine, difficile, pénible : ἐπίπονόν ἐστι avec l'inf. c'est une tâche pénible de ; τὸ ἐπίπονον, τὰ ἐπίπονα tâche pénible, travail, fatigue;
2 en parl. de pers. qui supporte de la peine, laborieux;
3 qui présage du mal;
Cp. ἐπιπονώτερος, Sp. ἐπιπονώτατος.
Étymologie: ἐπί, πόνος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπονος:
1 трудовой, полный труда (βίος Lys., Xen., Plut.);
2 трудный, мучительный (ἡμέραι Soph.; πάθος Eur.; μαθήσεις καὶ μελέται Xen., ὠδίς Arst.);
3 тягостный, тяжелый (φυλακή Thuc.; ἐ. γῆρας Plat.): ἐπίπονόν ἐστι τὴν δύσκλειαν ἀφανίσαι Thuc. трудно смыть позор;
4 трудолюбивый, трудящийся (ἀνήρ Arph., Plat.; ἄνθρωπος Plut.);
5 зловещий, предвещающий страдания (οἰωνός Xen.). - см. тж. ἐπίπονον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπονος: -ον, κοπιώδης, πλήρης ταλαιπωριῶν, λατρεία Σοφ. Τρ. 830· μόρος ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1561· ἀσχολία, ἄσκησις, φυλακὴ Θουκ. 1. 70., 2. 39· γῆρας Πλάτ. Πολ. 329D· βίος Ξεν. Κύρ. 2. 3, 11· μαθήσεις καὶ μελέται ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 12, 15· πλήρης πόνων καὶ θλίψεων, ἐξέλυσ’ ἐπίπονον ἁμέραν Σοφ. Τρ. 654· ἀνιαρός, ἐπιπονώτερον ἔργον μὰ τὸν Διόνυσον οὐκ εἴληφ’ ἐγὼ Ἄλεξ. ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· οὐδὲν διαβολῆς ἐστιν ἐπ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 50, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 3, 19: ― σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἔργα καλὰ καὶ ἐπ. Πλάτ. Νόμοι 801Ε, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 1, 29: ― τὸ ἐπίπονον, τὸ ἐνέχον πόνον, κόπον, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. ἔνθ’ ἀνωτ· τὰ ἐπ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 13, κ. ἀλλ.: ― ἐπίπονόν ἐστι τὴν δύσκλειαν ἀφανίσαι, εἶναι δύσκολον ἔργον νά…, Θουκ. 3. 58. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐπιμελής, ὑπομένων τὴν κόπωσιν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1370, Πλάτ. Φαῖδρ. 229D: ― ὡσαύτως, ὁ μὴ ἀντέχων εἰς κόπωσιν, ταχέως ἐξαντλούμενος, Θεόφρ. π. Αἰσθ. 11. 3) ἐπὶ οἰωνῶν, ὁ προσημαίνων παθήματα, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, Λατ. aegre, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 939, Θουκ. 1. 22· ἐπιπόνως καὶ καλῶς Ἰσοκρ. 386D· βιώσεται Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2, κτλ. ― Συγκρ. -ώτερον, οὐδεὶς δεδιηκόνηκεν ἐπιπονώτερον Ἀρχέδικος ἐν «Θησαυρῷ» 2. 8. ― Ὑπερθ. -ώτατα Ξεν. Κύρ. 7. 5, 67.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίπονος, -ον) πόνος
κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα
2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῦ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῦς ἀνδρός», Πλάτ.)
3. αυτός που δεν αντέχει μεγάλη κούραση
4. (για οιωνούς) δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κακά
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπονον
κόπος, μόχθος.
επίρρ...
επιπόνως και επίπονα
1. με κόπο, κοπιαστικά, κουραστικά, δύσκολα
2. μτφ. με επιμέλεια, με φιλοπονία.
Greek Monotonic
ἐπίπονος: -ον, I. επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· σπανίως, με θετική σημασία, σε Ξεν.· ἐπίπονόν (ἐστι), είναι δύσκολο έργο, σε Θουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, επιμελής, αυτός που υπομένει την κόπωση, ανθεκτικός στην κούραση, σε Αριστοφ.
3. λέγεται για οιωνούς, αυτός που προμηνεύει συμφορά, σε Ξεν.
II. επίρρ. -νως, Λατ. aegre, σε Θουκ., Ξεν.· υπερθ. -ώτατα, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐπί-πονος, ον
I. painful, toilsome, laborious, Soph., Thuc., etc.:—rarely in good sense, Xen.: —ἐπίπονόν [ἐστι] 'tis a hard task, Thuc.
2. of persons, laborious, patient of toil, Ar.
3. of omens, portending distress, Xen.
II. adv. ἐπιπόνως, Lat. aegre, Thuc., Xen.:—Sup. -ώτατα, Xen.
Lexicon Thucydideum
operosus, laborious, toilsome, 1.70.7, 2.39.1, 3.58.2, 4.26.2,
similiter similarly 8.11.2.
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung
painful
Arabic: أَلِيم, مُؤْلِم, مُوجِع; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἅνιος, ἀργαλέος, ἀχθεινός, ἀχθηρός, βαρύμοχθος, βαρύς, γοερός, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσπενθής, δυσπονής, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπωδύνιος, ἐπώδυνος, λευγαλέος, λυπηρός, λυπρός, μογερός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, πενθάς, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, πονηρός, πραγματώδης, σμυγερός, τανηλεγής, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol