ἰδησῶ: Δωρ. μέλλ. τοῦ εἶδον, θὰ ἴδω, Θεόκρ. 3. 37.
ἰδησῶ: Δωρ. μέλ. του εἶδον, θα δω, σε Θεόκρ.
ἰδησῶ: дор. Theocr. fut. к *εἴδω.