ἀξιαπήγητος
German (Pape)
[Seite 269] ion. = ἀξιαφήγητος, Her. 1, 66.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ion. c. ἀξιαφήγητος;
digne d’être exposé ou raconté.
Étymologie: ἄξιος, ἀφηγέομαι.
Spanish (DGE)
v. ἀξιαφήγητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιαπήγητος: достойный быть рассказанным (τὰ ἀξιαπηγητοτατά ἐστι, τούτων ἐπιμνήσομαι Her.).