ἀξιαπήγητος

Revision as of 06:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

German (Pape)

[Seite 269] ion. = ἀξιαφήγητος, Her. 1, 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. c. ἀξιαφήγητος;
digne d’être exposé ou raconté.
Étymologie: ἄξιος, ἀφηγέομαι.

Spanish (DGE)

v. ἀξιαφήγητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιαπήγητος: достойный быть рассказанным (τὰ ἀξιαπηγητοτατά ἐστι, τούτων ἐπιμνήσομαι Her.).