ές,
A v. διηνεκής.
[Seite 592] s. διηνεκής.
διᾱνεκής: -ές, Δωρ. καὶ Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ διηνεκής, ὃ ἴδε.
v. διηνεκής.
διᾱνεκής: -ές, Δωρ. και Αττ. αντί διηνεκής.
διᾱνεκής: Plat. v. l. = διηνεκής.