διηνεκής
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
Dor. διανεκής (v. infr.) Supp.Epigr.1.327.10 (Callatis, i A. D.), ές:—continuous, unbroken, ἀτραπιτοί τε διηνεκέες Od.13.195; νώτοισι… διηνεκέεσσι with slices cut the whole length of the chine, Il.7.321; ῥίζαι, ῥάβδοι, 12.134,297; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Od. 18.375; so δ. σώματα Pl.Hp.Ma.301b, cf. Anaxandr.6, BGU646.22 (ii A. D.); ὄρος δ. Str.3.1.3; κανών IG7.3073.108 (Lebad., ii B. C.); τὸ δ. regularity, Gal.2.355; of time, perpetual, δ. νυκτί Luc.VH1.19; δικτάτωρ εἰς τὸ δ. App.BC1.4. Adv. διηνεκέως in phrase < διηνεκέως ἀγορεύειν = to tell from beginning to end, Od.7.241, 12.56 (distinctly, positively, 4.836); ἅπαντα δ. κατέλεξε Hes.Th.627; cf. τὰ ἕκαστα διηνεκὲς ἐξενέποντα A.R.2.391; Boeot. and Dor. διανεκῶς = without ceasing, εὕδειν Corinn.9 (dub.), cf. SIG793.3 (Cos, i A. D.); διηνεκῶς once in Trag., A.Ag.319, Com.Adesp.382, M.Ant.2.17, OGI194.12 (Egypt, i B. C.), D.Chr.49.8, etc.; so διηνεκές h.Ap.255, Call.Fr.158; also εἰς τὸ διηνεκές = in perpetuity, Ep.Hebr.7.3, PRyl.2.427 (ii A. D.), JHS33.338 (Macedonia, ii A. D.); διενεκῶς = invariably, opp. πλεονάκις, Gal.18(2).315.—The Aeol. and Dor. form διανεκής is used also in Att., as Pl.Hp.Ma.301b, 301e (cf. Diogenian. ap. Sch. ad loc.), Anaxandr. l. c., IG2.1054.81; but νόμος διηνεκής = a perpetual law is read in Pl.Lg. 839a.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): διᾱν- A.A.319 (cj.), Corinn.4, Philox.Leuc.(b) 22, Anaxandr.6, Pl.Hp.Ma.301b, e, IG 22.1361.5, 1666B.60, 1668.81, 1682.10 (todas IV a.C.), cf. Moer.119; tb. hiperdor. SEG 1.327.10 (Calatis I d.C.), IPE 12.79.26 (Bizancio I d.C.), SIG 793.3 (Cos I d.C.), IG 5(1).469.7 (Esparta II d.C.)
• Morfología: [jón. ép. plu. dat. διηνεκέεσσι Il.7.321]
A Ien sent. local
1 en una pieza, que no está dividido, completo νώτοισι δ' Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν obsequió a Ayante con todo el lomo, Il.l.c., cf. Od.14.437, τὰ ... διανεκῆ σώματος μέρη Anaxandr.l.c., κωλῆ IG 22.1361.5 (IV a.C.), θρᾶνοι διηνεκεῖς largueros o vigas de una pieza que soportan el maderamen del techo IG 22.1668.81 (IV a.C.), ἧλοι διανεκεῖ<ς> εἰς [το] ὺς ἄξονας SEG 34.122.43 (Eleusis IV a.C.), κανόνα διηνεκῆ μὴ ἐλάττω ἢ τοῦ ἐνεργουμένου λίθου una regla de una pieza no más corta que la piedra trabajada, IG 7.3073.108 (Lebadea II a.C.).
2 continuo, de lado a lado, ininterrumpido ὦλκα Od.18.375, cf. D.H.1.88, ἀπὸ τῶν βραγχίων ... μέχρι τῆς κέρκου μίαν ἔχει διηνεκῆ ῥάβδον Clearch.101, ὅρος ... διηνεκὲς ἀπὸ νότου πρὸς βορρᾶν una cadena montañosa que se extiende ininterrumpidamente de Sur a Norte Str.3.1.3, διῶρυξ D.S.4.11, (κρίκοι) διηνεκεῖς (anillos) completos e.e. formando un círculo completo I.AI 3.141.
3 de series de elementos dispuestos a continuación unos de otros o formando un continuo ῥάβδοι en la decoración de un escudo Il.12.297, ἐπεργάζεσθαι κατὰ τὸν στοῖχον ἕκαστον (λίθον) διανεκῆ colocar a lo largo de la hilera cada (piedra) a continuación (de la otra), e.d. sin interrupción, IG 22.1666B.60 (IV a.C.), cf. 1682.10 (III a.C.), πίνακες ... δι[η] νεκεῖς ... γραφὰς ἔχοντες paneles con pinturas que forman una composición continua, ID 1426B.2.50 (II a.C.), ῥαγάδες μεγάλαι καὶ διηνεκεῖς grietas enormes y continuas e.e. comunicadas entre sí, Ephor.65e.
4 que se extiende a lo lejos o en profundidad ἀτραπιτοί διηνεκέες caminos que se pierden en la distancia, Od.13.195, δρύες ... ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσσ' ἀραρυῖαι encinas bien sujetas por raíces que se extienden en profundidad, Il.12.134, οὐδὸς ... ῥίζῃσι διηνεκέεσσιν ἀρηρώς Hes.Th.812.
5 del discurso expuesto de principio a fin, en detalle, completo διανεκεῖ λόγῳ τῆς οὐσίας κατὰ Ἱππίαν de acuerdo con la teoría completa de la esencia expuesta por Hipias Pl.Hp.Ma.301e
•neutr. como adv. δ. de principio a fin τὰ ἕκαστα δ. ἐξενέπειν A.R.2.391.
II en sent. temporal
1 permanente, perpetuo ὁ δὴ νόμος οὗτος δ. ... γενόμενος y esta ley al hacerse permanente Pl.Lg.839a, ἐπινόμια διηνεκῆ τελῶν Ἀσίας trad. de lat. pascua perpetua uectigalium Asiae, SEG 39.1180.5 (Éfeso I d.C.), νύξ Luc.VH 1.19, ἀφ' οὗ πρόσοδον αἰώνιον δι[ηνε] κῆ [καρ] πωσόμεθα IEphesos 22.21 (II d.C.), ἀπὸ τοῦ νῦν ἐπὶ τὸν ἑξῆς καὶ ἀεὶ ἅπαντα διηνεκῆ χρόνον PBodl.45.4 (VII d.C.), en plu. εἰς τοὺς ἑξεῖς ἅπαντας καὶ διηνεκεῖς χρόνους IG 10(2).24.11 (VII d.C.)
•de cargos u honores perpetuo, de por vida δ. γυμνασιαρχία IPompeiopolis 1.7 (I/II d.C.), τὴν διηνεκῆ τοῦ γυμνασίου ἐλαιοθεσίαν SEG 38.1082.17 (Estratonicea II d.C.), εὐχομένους ὑπέρ ... τοῦ διηνεκοῦς αὐτοκρατοῦς haciendo votos por su perpetuo imperio, BGU 646.22 (II d.C.), τετιμημένον ὑπὸ τοῦ ... αὐτοκράτορος ... διηνεκεῖ πορφύρᾳ SEG 29.1281.7 (Nicea III d.C.)
•subst. τὸ δ. perpetuidad frec. en frases adv. μένει ἱερεὺς εἰς τὸ δ. Ep.Hebr.7.3, δικτάτωρ ἐς τὸ δ. dictador a perpetuidad App.BC 1.4, ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς εἰς τὸ δ. μένειν κείμενον IMaced.186.35 (II d.C.), τὴν γερουσίαν εἰς τὸ δ. φυλάσεσθαι τὴν ... νομοθεσίαν ὡς αἰώνιον IEphesos 26.13 (II d.C.), φυγῇ με εἰς τὸ δ. ἐζημίωσαν me condenaron al exilio perpetuo Hld.1.14.1, μισθώσασθαι ... ζυγὸν ἕνα ... εἰς τὸ δ. POxy.3803.10 (V d.C.), ποτὶ διανηκῆ SEG 1.327.10 (Calatis I d.C.), ἐπὶ τὸ δ. PBodl.45.37 (VII d.C.)
•neutr. como adv. de forma permanente, para siempre, h.Ap.255, 295.
2 de pers. en el ejercicio de cargos perpetuo, vitalicio ἀγωνοθέτης I.AI 16.149, τιμητὴς δ. trad. de lat. censor perpetuus, ISmyrna 826.13 (I d.C.), τῷ δεσπότῃ ἡμῶν Κώνσταντι ... τροπεούχῳ διηνεκεῖ Σεβαστῷ IEphesos 1316.5 (IV d.C.).
3 continuado, sin interrupción, sin cesar ἄλλα τε πρὸς τοῖς πολλὰ διηνεκῆ ἐξεγένοντο Emp.B 59.3, ἀγρυπνία I.BI 3.318, αὐχμοὶ διηνεκεῖς ἐγένοντο I.AI 15.300, τῷ διηνέκει βίῳ durante toda su vida, SEG 32.1243.6 (Cime I a./d.C.), οὐκ ἐλάττω τῶν πεντεκαίδεκα ἐτῶν διηνεκῆ ... ἀρχὴν ... κτησάμενος ocupando el cargo ininterrumpidamente durante no menos de quince años Plu.Per.16, διηνεκῆ τὴν προσοχὴν φυλάσσειν mantener una atención continuada Arr.Epict.4.12.3, ἐν ταῖς Ἀθήναις διηνεκεῖς ἦσαν αἱ ὀπῶραι πᾶσαι en Atenas había todo tipo de frutas a lo largo de todo el año Ath.653f, βοτανισμός δ. POxy.1692.18 (II d.C.), cf. 1631.14, 3354.13, PCol.280.12 (todos III d.C.), μόχθος Vett.Val.375.1, cf. BGU 1024.7.29 (II d.C.)
•neutr. como adv. permanentemente, incesantemente Hp.Ep.17.8, Q.S.14.36
•subst. τὸ δ. continuidad τὸ δ. τῆς ἀπαγγελίας la continuidad en la narración D.H.Th.9.8.
4 de abstr. constante, continuado, que no flaquea o desfallece ἐπὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἡ τοῦ πλούτου ἐπιθυμία Ps.Democr.B 302.184
•frec. en inscrs. honoríf. διαφέρων τῇ πρὸς ἡμᾶς διηνεκεῖ πίστει Welles, RC 67.13 (Pérgamo II a.C.), ἐπαινέσαι μὲν Ὀρόνταν ... ἐπὶ τᾷ διανεκεῖ ποτὶ τὸν δᾶμον καὶ διὰ προγόνων προνοίᾳ IPE l.c., cf. IG 5(1).469.7 (Esparta II d.C.), τῆς εἰς τὴν πόλιν διηνεκοῦς εὐνοίας ἕνεκεν SEG 39.1352 (Sebastópolis), διενηκῆ ποιούμενον τὴν πρὸς τὴν θεὸν εὐσέβειαν IEphesos 853.9 (I d.C.)
•subst. τὸ διενεκές = constancia τὸ δ. ἐν ἀρεταῖς Ph.2.5.
B adv. διηνεκέως, διηνεκῶς
1 local de parte a parte, de un extremo al otro τὸν δὲ δ. ὑπένερθε χελείου Καρκίνον (τέμνει) Arat.494, εἰκάζειν ἅπασαν πάρεστι δ. τὴν ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ παραλλήλου κειμένην (χώραν) τοιαύτην εἶναι κατὰ ... τοὺς ἀέρας podemos suponer que toda tierra situada en el mismo paralelo desde un extremo al otro tiene un clima similar Str.17.3.23, ταρφέσι ... νεφέεσσι δ. κεκάλυπτο (Troya) quedó cubierta por entero por espesas nubes Q.S.8.448, θῆρας ... οἳ ἐπ' ὠκεανοῖο ῥοῄσιν ... δ. ἐφέπουσιν Orac.Sib.14.47.
2 del discurso del principio al fin, con todo detalle, sin omitir detalle ἀργαλέον ... δ. ἀγορεῦσαι κήδε' es difícil contar por menudo las desgracias, Od.7.241, cf. 4.836, 12.56, A.R.1.649, ἅπαντα δ. κατέλεξε Hes.Th.627, λόγους δ' ἀκοῦσαι τούσδε ... δ. θέλοιμ' ἄν A.A.319.
3 temp. permanentemente, continuamente, sin cesar, sin pausa ᾧ μάλιστα δ. ὁμιλοῦσι λόγῳ Heraclit.B 72, δ. τῆς φωνῆς ἀκούειν ref. al canto de la cigarra, Hieronym.Phil.15a, τὸ διηνεκῶς κ[αὶ ἀεὶ κατὰ] τὸν βίον χρήσιμον lo que sea continuamente y por siempre útil en la vida, IEphesos 18a.8 (I d.C.), cf. Arr.Epict.3.24.15, Plu.2.955f, ἀνὴρ δ. ἐνδεικνύμενος τὸ περὶ τὴν πόλιν σπουδαῖον IEphesos 614B.10 (I d.C.), cf. SEG 34.1105 (Éfeso, imper.), δ. πολλάκις SIG 793.3 (Cos I a.C.), τήν θ' ὅλην ἡμέραν ἀπαντικρὺ τῆς θεοῦ καθεζόμενος δ. τὰς τῶν ὀμμάτων βολὰς ἀπήρειδεν Luc.Am.15, διὰ τὸ δ. τὰς κόρας κινεῖν καὶ μὴ παύεσθαι Ath.309a, cf. LXX 3Ma.3.11, Es.3.13d, 1Ep.Clem.24.1, I.BI 1.265, SEG 24.1217.12 (Tebas, Egipto I a.C.), Epict.Sent.2, Aesop.175, Q.S.10.389, cf. 5.495.
• Etimología: De διά y el tema ἐνεκ- < *H1nek-, del que derivan ἐνεγκεῖν y prob. ἕνεκα, c. alarg. comp. La forma διᾱ- es secundaria.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se continue sans interruption, continu : ῥάβδοι IL baguettes tout d'une pièce, càd longues et solides ; ῥίζαι IL racines qui se prolongent, càd longues, étendues ; ὦλξ OD sillon continu ; νύξ LUC nuit longue.
Étymologie: διά, ἐνεγκεῖν.
German (Pape)
ές, att. διανεκής (ἤνεγκον, διαφέρω, vgl. δουρηνεκής, κεντρηνεκής, ποδηνεκής), stetig, ununterbrochen fortlaufend, sich lang hinerstreckend. Homer: νώτοισιν διηνεκέεσσι Il. 7.321, Od. 14.437, von Tieren; ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσσ' ἀραρυῖαι, δρύες, Il. 12.134; ῥάβδοισι διηνεκέσιν Il. 12.297, an einem Schilde; ἀτραπιτοὶ διηνεκέες Od. 13.195; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Od. 18.375;
• Adverbium διηνεκέως, in der Verbindung διηνεκέως ἀγορεύειν, ausführlich, genau, bestimmt erzählen, Od. 4.836, 7.241, 12.56. – Διᾱνεκῆ σώματος μέρη Anaxandr. Ath. X.455f; λόγος Plat. Hipp. mai. 301e; Sp.; von der Zeit, νόμος Plat. Legg. VIII.839a; νύξ Luc. V.H. 1.19; διηνεκεῖς αἱ ὀπῶραι Ath. XIV.653f; ἐς τὸ διηνεκές, für immer, App. B.C. 1.4.
• Adv. διηνεκέως, att. διηνεκῶς und διᾱνεκῶς; καταλέγειν Hes. Th. 627; vgl. Aesch. Ag. 319; – sp.D.
Russian (Dvoretsky)
διηνεκής: атт. тж. διᾱνεκής 2 ἐνεγκεῖν
1 длинный (ῥάβδοι, ῥίζαι, ἀτραπιτοί Hom.);
2 цельный, сплошной, связный (σώματα Plat.; κόσμος Arst.);
3 долгий (νύξ Luc.);
4 постоянный (νόμος Plat.): δ. λόγος τῆς οὐσίας Plat. незыблемая основа сущности;
5 бот. многолетний (φυτόν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διηνεκής: ές· (ἐκ τοῦ διήνεγκα, πρβλ. δουρηνεκής, ποδηνεκής· τὸ δὲ ἁπλοῦν ἠνεκὴς μόνον παρὰ μεταγεν.)·- συνεχής, ἀδιάκοπος, Λατ. continuus, perpertuus, ἀτραπιτοί τε διηνεκέες Ὀδ. Ν. 195· νώτοισι… διηνεκέεσσι, μὲ τεμάχια κοπέντα κατὰ μῆκος τῶν νώτων, Ἰλ. Η. 321· ῥίζῃσιν… δ. Μ. 134, πρβλ. 297· εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Ὀδ. Σ. 375· οὕτω, δ. σώματα Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301Β, πρβλ. Ἀναξανδρ. Αἰσχρ. 1· ὄρος δ. Στράβων 137·- οὕτως ἐπὶ χρόνου, αἰώνιος, ἀτελεύτητος, Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 4, Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 391· δ. νυκτὶ Λουκ. Ἀλ. Ἱ. 1. 19· εἰς τὸ δ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 4. - Τὸ ἐπίρρ. διηνεκέως ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει δ. ἀγορεύειν, λέγειν ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τέλους, Λατ. uno tenore, π.χ. Η. 241., Μ. 56· ἀλλ' ἐν Δ. 836, σαφῶς, ὡρισμένως· οὕτω, δ. καταλέξαι Ἡσ. Θ. 627· Αἰολ. διᾱνεκῶς, ἀπαύστως, Κόριννα Ἀποσπ. 9· Ἀττ. διηνεκῶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 319 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ Τραγ.)· οὕτω, διηνεκὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 291, Καλλ. Ἀποσπ. 158. - Ἀλλ' ὁ Αἰολ. καὶ Δωρ. τύπος διᾱνεκὴς εἶνε ἐν χρήσει καὶ παρ' Ἀττ., ὡς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301Β, Ε, Ἀναξανδρ. ἐνθ' ἀνωτ.· ἐνῷ, νόμοι διηνεκεῖς, νόμοι αἰώνιοι, Πλάτ. Νόμ. 839Α.
English (Autenrieth)
ές (ἤνεγκα): continuous, unbroken, long.—Adv., διηνεκέως, from beginning to end, at length, minutely.
English (Strong)
neuter of a compound of διά and a derivative of an alternate of φέρω; carried through, i.e. (adverbially with εἰς and ὁ prefixed) perpetually: + continually, for ever.
English (Thayer)
διηνεκές (from διήνεγκα, διαφέρω, as the simple ἠνεκης from ἤνεγκα, φέρω), from Homer down, continuous: εἰς τό διηνεκές, continally"), δικτάτωρ ἐς τό διηνεκές ἡρεθη, Appendix,
b. c. 1,4).
Greek Monolingual
-ές (AM διηνεκής, -ές)
(για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός
αρχ.
1. συνεχής, αδιάκοπος
2. «εις το διηνεκές» — για πάντα
3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως
συνεχώς, ασταμάτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ. τ. είναι διανεκής) που ανάγεται σε τ. δι (α)-ενεκ-ής και παρουσιάζει αναλογικό σχηματισμό προς τα επίθετα σε -ης. Στο β' συνθετικό της λ. απαντά το θέμα τών ενεγκείν, ενεχθήναι με τροπή του αρχικού -ε- σε -η- που δικαιολογείται με τον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ποδηνεκής) και ως α' συνθετικό εμφανίζεται ο τ. δια. Ο απλός τ. ηνεκής κατ' απόσπαση από το σύνθετο διηνεκής (βλ. και λ. δουρηνεκής)].
Greek Monotonic
διηνεκής: Αττ. επίσης δι-ᾱνεκής, -ές (δι-ήνεγκα),· αέναος, αδιάσπαστος, συνεχής, αδιάκοπος, Λατ. continuus, σε Ομήρ. Οδ.· νώτοισι διηνεκέεσσι, με κομμάτια που κόπηκαν κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης σφαγίου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., διηνεκέως, συνεχόμενα, από την αρχή ως το τέλος, Λατ. uno tenore, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, σαφώς, ρητώς, απαύστως, στο ίδ., σε Ησίοδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: uninterrupted, definite, exact (Il.; on the meaning Luther "Wahrheit" und "Lüge" 64f.).
Other forms: artificially Attic (Dorianized) διανεκής (Schwyzer 190), -έως
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From δι(α)-ενεκ-ής with compositional lengthening (cf. ποδ-ηνεκής) to ἐνεγκεῖν, ἐνεχ-θῆναι; s. Schwyzer 513. The simplex ἠνεκής (Emp.) from the compound. S. also δουρηνεκής (s. δόρυ). On the long -η- Bonfante, Riv. de Filologia 97 (1969) 189.
Middle Liddell
adj adj διήνεγκα
continuous, unbroken, Lat. continuus, Od.; νώτοισι διηνεκέεσσι with slices cut the whole length of the chine, Il.:—adv. διηνεκέως, continuously, from beginning to end, Lat. uno tenore, Od.: also distinctly, positively, Od., Hes.
Frisk Etymology German
διηνεκής: {diēnekḗs}
Forms: künstlich attisch (dorisiert) διανεκής (Schwyzer 190 m. Lit.), -έως
Grammar: Adv.
Meaning: ununterbrochen, stetig, endgültig, genau (ep. ion. seit Il., hell.; zur Bed. Luther "Wahrheit" und "Lüge" 64f.).
Etymology: Aus δι(α)-ενεκής mit kompositioneller Dehnung (vgl. ποδηνεκής u. a.) zu ἐνεγκεῖν, ἐνεχθῆναι; zur Bildung des verbalen Hinterglieds Schwyzer 513. Das Simplex ἠνεκής (Emp., hell. Dichter) ist aus den Komposita ausgelöst. S. auch δουρηνεκής (s. δόρυ).
Page 1,391
Chinese
原文音譯:dihnekšj 笛誒-尼咳士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:經過-攜帶
字義溯源:一直延伸,永遠的,完整的,繼續的,不斷的,伸延無止境,常常;由(διά)*=通過)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成。參讀 (ἀΐδιος)同義字
出現次數:總共(4);來(4)
譯字彙編:
1) 永遠(2) 來10:12; 來10:14;
2) 不斷的(1) 來10:1;
3) 伸延無止境(1) 來7:3
Mantoulidis Etymological
(=ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος). Ἀπό τό διήνεγκα τοῦ διαφέρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.