συνεκλέγομαι

Revision as of 06:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Med.,

   A choose, select, Gal.11.362.    2 contract an illness, Luc.Ep.Sat.28 (v.l. συνελέξαντο).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκλέγομαι: μέσ., λαμβάνω δι’ ἐμαυτὸν, «παίρνω» ἀσθένειαν, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 28· διάφ. γραφ. συνελέξαντο.

Greek Monolingual

Α ἐκλέγω
1. εκλέγω κάτι μαζί με κάποιον
2. κολλώ, αρπάζω αρρώστια.

Greek Monolingual

Α ἐκλέγω
1. εκλέγω κάτι μαζί με κάποιον
2. κολλώ, αρπάζω αρρώστια.

Russian (Dvoretsky)

συνεκλέγομαι: досл. накоплять в себе, перен. приобретать: σ. φθόην Luc. заболевать чахоткой.