συνορμάω

Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A set in motion together, τῷ φωτὶ τὰς πράξεις Plu.2.1129e.    II intr., move on together, Phalar.Ep.72: c. dat., Porph. Gaur.5.3, Steph.in Gal.1.322 D.

Greek (Liddell-Scott)

συνορμάω: θέτω εἰς κίνησιν, κινῶ, παρορμῶ ὁμοῦ, τινί τι (τι μετά τινος), Πλούτ. 2. 1129Ε. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁρμῶ ἀπὸ κοινοῦ, συνορμῆσαι τυραννοκτονεῖν Φάλαρ. 15, μετὰ διαφ. γρ. συνορμηθῆναι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pousser ou exciter ensemble.
Étymologie: σύν, ὁρμάω.

Russian (Dvoretsky)

συνορμάω: одновременно возбуждать: σ. τῷ φωτὶ τὰς πράξεις καὶ τὰς νοήσεις Plut. (о солнце) побуждать (своим) светом к деяниям и мыслям.