συνορμάω
From LSJ
English (LSJ)
A set in motion together, τῷ φωτὶ τὰς πράξεις Plu.2.1129e.
II intr., move on together, Phalar.Ep.72: c. dat., Porph. Gaur.5.3, Steph.in Gal.1.322 D.
French (Bailly abrégé)
συνορμῶ :
pousser ou exciter ensemble.
Étymologie: σύν, ὁρμάω.
Greek (Liddell-Scott)
συνορμάω: θέτω εἰς κίνησιν, κινῶ, παρορμῶ ὁμοῦ, τινί τι (τι μετά τινος), Πλούτ. 2. 1129Ε. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁρμῶ ἀπὸ κοινοῦ, συνορμῆσαι τυραννοκτονεῖν Φάλαρ. 15, μετὰ διαφ. γρ. συνορμηθῆναι.
Russian (Dvoretsky)
συνορμάω: одновременно возбуждать: σ. τῷ φωτὶ τὰς πράξεις καὶ τὰς νοήσεις Plut. (о солнце) побуждать (своим) светом к деяниям и мыслям.
German (Pape)
mit od. zugleich in Bewegung setzen, antreiben, Plut. occulte viv. 5. – Gew. intr., wobei man ἑαυτόν ergänzt, sich mit in Bewegung setzen, mit aufbrechen; nur Sp. So auch im pass.