ἀμπελόφυτος

Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A planted with vines, growing vines, D.S.1.36, Str.5.3.1, Ph.2.371.

German (Pape)

[Seite 129] mit Wein bepflanzt, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελόφῠτος: -ον, ὁ κατάφυτος ἐξ ἀμπέλων, ἀμπελοφόρος τόπος, Διον. 1. 36, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
que produce vides o plantada de vides χώρα D.S.1.36, 5.16, γῆ Str.5.3.1, Ph.2.371, PMasp.151.125 (VI a.C.), κῶμη Str.9.5.19, νῆσος EM 712.49G, ὄρη Poll.1.228.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμπελόφυτος, -ον)
(για τόπους) ο φυτεμένος με αμπέλια, κατάφυτος από αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -φυτος < φύομαι].

Russian (Dvoretsky)

ἀμπελόφῠτος: засаживаемый виноградниками (sc. χώρα Diod.).