παρακαίριος

Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A unseasonable, ill-timed, παρακαίρια ῥέζων Hes. Op.329.

German (Pape)

[Seite 481] unzeitig, ungebührlich, Hes. O. 331, zur Unzeit gesagt, gethan, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαίριος: ὁ, ἡ, = παράκαιρος, ὃ ἴδε ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.
Étymologie: παρά, καιρός.

Greek Monolingual

-ον, Α παράκαιρος
(ποιητ. τ.) παράκαιρος.

Greek Monotonic

παρακαίριος: -ον, = το επόμ., σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

παρακαίριος: несвоевременный, неуместный Hes.