παρακαίριος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
παρακαίριον, unseasonable, ill-timed, παρακαίρια ῥέζων Hes. Op.329.
German (Pape)
[Seite 481] unzeitig, ungebührlich, Hes. O. 331, zur Unzeit gesagt, gethan, Eust.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.
Étymologie: παρά, καιρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακαίριος -ον en παράκαιρος -ον [παρά, καιρός] ontijdig, ongelegen.
Russian (Dvoretsky)
παρακαίριος: несвоевременный, неуместный Hes.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαίριος: ὁ, ἡ, = παράκαιρος, ὃ ἴδε ἐν τέλει.
Greek Monolingual
-ον, Α παράκαιρος
(ποιητ. τ.) παράκαιρος.
Greek Monotonic
παρακαίριος: -ον, = το επόμ., σε Ησίοδ.