ἐπιπρόσθεσις

Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A occultation, Aristarch.Sam.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρόσθεσις: ἐπιπροσθέτησις, ἴδε ἐπιπρόσθησις.

Greek Monolingual

ἐπιπρόσθεσις, ἡ (Α)
τοποθέτηση μπροστά από κάτι, απόκρυψη κάποιου πράγματος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπρόσθεσις: Arst., Plut. и ἐπιπροσθέτησις, εως ἡ Epicur. ap. Diog. L. = ἐπιπρόσθησις.