ἐΰσσελμος

Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἐΰσσωτρος, Ep. for εὔσελμος, εὔσωτρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐΰσσελμος: ἐΰσσωτρος, Ἐπικ. ἀντὶ εὔσελμος, εὔσωτρος.

French (Bailly abrégé)

épq. c. εὔσελμος.

Greek Monolingual

ἐΰσσελμος, -ον (Α)
βλ. εύσελμος.

Greek Monotonic

ἐΰσσελμος: ἐΰσ-σωτρος, Επικ. αντί εὔ-σελμος, εὔ-σωτρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐΰσσελμος: Hom. = εὔσελμος.