εὔσωτρος
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
Ep. ἐΰσωτρος, ον, with good felloes, i.e. with good wheels, ἀπήνη Hes.Sc.273 (v.l. Il.24.578).
German (Pape)
[Seite 1101] gut beschient, mit guten Rädern, ἀπήνη Hes. Sc. 273; auch Il. 24, 578 v.l. für ἐΰξεστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles ou bonnes roues.
Étymologie: εὖ, σῶτρον.
Russian (Dvoretsky)
εὔσωτρος: эп. ἐΰσσωτρος 2 с красивыми ободьями, т. е. колесами (ἀπήνη Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔσωτρος: Ἐπικ. ἐΰσσωτρος, ον, ἔχων καλὰ σῶτρα, δηλ. καλοῦς τροχούς, ἀπήνη Ἡσ., Ἀσπ. Ἡρ. 273, διάφ. γραφ. ἐν Ἰλ. Ω. 578, ἀντὶ ἐϋξέστου. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «εὔσωτρον· εὐκύλιστον· σωὴ γὰρ ἡ ἐφορμὴ καὶ φορά, ἧς εἶδος ἡ κύλισις» καὶ «εὐσώτρου· εὐδρόμου».
Greek Monolingual
εὔσωτρος, -ον και επικ. τύπος ἐϋσσωτρος, -ον (Α)
(για άμαξα) αυτός που έχει καλά σώτρα, τροχούς σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώτρον «κυκλικό, περιφερειακό τμήμα του τροχού» (< σεύομαι «ορμώ»)].
Greek Monotonic
εὔσωτρος: Επικ. ἐΰσ-σ-, -ον, αυτός που έχει καλούς τροχούς (σῶτρα), δηλ. καλές ρόδες, σε Ησίοδ.