εὔσωτρος

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσωτρος Medium diacritics: εὔσωτρος Low diacritics: εύσωτρος Capitals: ΕΥΣΩΤΡΟΣ
Transliteration A: eúsōtros Transliteration B: eusōtros Transliteration C: eysotros Beta Code: eu)/swtros

English (LSJ)

Ep. ἐΰσωτρος, ον, with good felloes, i.e. with good wheels, ἀπήνη Hes.Sc.273 (v.l. Il.24.578).

German (Pape)

[Seite 1101] gut beschient, mit guten Rädern, ἀπήνη Hes. Sc. 273; auch Il. 24, 578 v.l. für ἐΰξεστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou bonnes roues.
Étymologie: εὖ, σῶτρον.

Russian (Dvoretsky)

εὔσωτρος: эп. ἐΰσσωτρος 2 с красивыми ободьями, т. е. колесами (ἀπήνη Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔσωτρος: Ἐπικ. ἐΰσσωτρος, ον, ἔχων καλὰ σῶτρα, δηλ. καλοῦς τροχούς, ἀπήνη Ἡσ., Ἀσπ. Ἡρ. 273, διάφ. γραφ. ἐν Ἰλ. Ω. 578, ἀντὶ ἐϋξέστου. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «εὔσωτρον· εὐκύλιστον· σωὴ γὰρ ἡ ἐφορμὴ καὶ φορά, ἧς εἶδοςκύλισις» καὶ «εὐσώτρου· εὐδρόμου».

Greek Monolingual

εὔσωτρος, -ον και επικ. τύπος ἐϋσσωτρος, -ον (Α)
(για άμαξα) αυτός που έχει καλά σώτρα, τροχούς σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώτρον «κυκλικό, περιφερειακό τμήμα του τροχού» (< σεύομαι «ορμώ»)].

Greek Monotonic

εὔσωτρος: Επικ. ἐΰσ-σ-, -ον, αυτός που έχει καλούς τροχούς (σῶτρα), δηλ. καλές ρόδες, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

with good felloes (σῶτρἀ, i. e. with good wheels, Hes.