A v. ληΐζομαι.
λῄζομαι: ἴδε ληίζομαι.
v. ληΐζομαι.
λήζομαι (Α)βλ. ληίζομαι.
λῄζομαι: Αττ. συνηρ. αντί ληΐζομαι.
λῄζομαι: стяж. = ληΐζομαι.