λῄζομαι

Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A v. ληΐζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λῄζομαι: ἴδε ληίζομαι.

French (Bailly abrégé)

v. ληΐζομαι.

Greek Monolingual

λήζομαι (Α)
βλ. ληίζομαι.

Greek Monotonic

λῄζομαι: Αττ. συνηρ. αντί ληΐζομαι.

Russian (Dvoretsky)

λῄζομαι: стяж. = ληΐζομαι.