λῄζομαι

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῄζομαι Medium diacritics: λῄζομαι Low diacritics: λήζομαι Capitals: ΛΗΖΟΜΑΙ
Transliteration A: lḗizomai Transliteration B: lēzomai Transliteration C: lizomai Beta Code: lh/|zomai

English (LSJ)

v. ληΐζομαι.

French (Bailly abrégé)

v. ληΐζομαι.

Russian (Dvoretsky)

λῄζομαι: стяж. = ληΐζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λῄζομαι: ἴδε ληίζομαι.

Greek Monolingual

λήζομαι (Α)
βλ. ληίζομαι.

Greek Monotonic

λῄζομαι: Αττ. συνηρ. αντί ληΐζομαι.