μεγαλοπρεπέως

Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

French (Bailly abrégé)

ion. c. μεγαλοπρεπῶς.

Greek Monolingual

μεγαλοπρεπέως (Α)
επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπρεπέως: ион. = μεγαλοπρεπῶς.