μεγαλοπρεπέως
French (Bailly abrégé)
ion. c. μεγαλοπρεπῶς.
Greek Monolingual
μεγαλοπρεπέως (Α)
επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοπρεπέως: ион. = μεγαλοπρεπῶς.
ion. c. μεγαλοπρεπῶς.
μεγαλοπρεπέως (Α)
επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής.
μεγᾰλοπρεπέως: ион. = μεγαλοπρεπῶς.