μεγαλοπρεπῶς

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

English (Woodhouse)

(see also: μεγαλοπρεπής) splendidly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

French (Bailly abrégé)

adv.
magnifiquement, grandement;
Cp. μεγαλοπρεπέστερον, Sp. μεγαλοπρεπέστατα.
Étymologie: μεγαλοπρεπής.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπρεπῶς: ион. μεγᾰλοπρεπέως великолепно, пышно, богато (ξεινίζειν τινά Her.; δῶρα πέμψαι τινί Xen.; θύειν τῷ θεῷ Plut.).