[Seite 319] p. = ἀποπλέω, Hom. Il. 9, 418. 685 Od. 8, 501. 16, 331.
ἀποπλείω: ἀποπλέω, Ἰλ. Ι. 418.
épq. c. ἀποπλέω.
(πλέω): sail away.
v. ἀποπλέω.
ἀποπλείω: эп.-ион. = ἀποπλέω.