δακνάζω

Revision as of 07:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A = δάκνω, AP7.504 (Leon.).    II metaph. in Pass., to be afflicted, mournful, imper. δακνάζου A.Pers.571.

Spanish (DGE)

morder ἰουλίδα AP 7.504 (Leon.)
fig. en v. med. afligirse στένε καὶ δακνάζου A.Pers.571.

Greek Monolingual

δακνάζω (Α)
1. δάκνω
2. δακνάζομαι
λυπούμαι, θρηνώ («στένε καί δακνάζου», Αισχ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός, παρεκτεταμένος τύπος του δάκνω].

Russian (Dvoretsky)

δακνάζω: Anth., med. Aesch. = δάκνω.