δακνάζομαι
German (Pape)
[Seite 519] (δάκνω), sich betrüben, Aesch. Pers. 571; ein imperf. praes. des Act. δακνάζει vermuthet Mein. im tr. com. bei Plut. Pericl. 7 für δάκνει.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. prés. δακνάζου;
se ronger le cœur de chagrin.
Étymologie: δάκνω.
Greek (Liddell-Scott)
δακνάζομαι: ἀποθ., = δάκνομαι, ἀπαντᾷ ἅπαξ ἐπὶ μεταφ. σημασ., δακνάζου Αἰσχύλ. Πέρσ. 571. Τὸ ἐνεργ. δακνάζω = δάκνω ἐν Ἀνθ. Π. 7. 504.
Greek Monotonic
δακνάζομαι: αποθ., = δάκνομαι, μεταφ., είμαι ταλαιπωρημένος, θλιμμένος, μελαγχολικός, πένθιμος, πικραμένος· προστ. δακνάζου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
= δάκνομαι]
Dep. : metaph. to be afflicted, mournful, imperat. δακνάζου Aesch.