νοσφίδιος

Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

α, ον,

   A clandestine, Hes.Fr.187.

Greek (Liddell-Scott)

νοσφίδιος: -α, -ον, κρύφιος, μυστικός, λαθραῖος, Ἡσίοδ. παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. σ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσφίδιον· κλοπιμαῖον, λαθραῖον».

Greek Monolingual

νοσφίδιος, -ία, -ον (Α)
1. απομακρυσμένος, μακρινός
2. κρυφός, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)].

Russian (Dvoretsky)

νοσφίδιος: (ῐδ) удаленный, скрытый (ἔργα Hes.).