Ion. aor.inf. Pass. of λαμβάνω; cf. also λάμπω.
λαμφθῆναι: Ἰων. ἀπαρ. τοῦ παθ. ἀορ. τοῦ λαμβάνω· πρβλ. καὶ λάμπω.
λαμφθῆναι: Ιων. απαρ. Παθ. αορ. του λαμβάνω.
λαμφθῆναι: ион. inf. aor. pass. к λαμβάνω.