λαμφθῆναι

English (LSJ)

Ion. aor.inf. Pass. of λαμβάνω; cf. also λάμπω.

Russian (Dvoretsky)

λαμφθῆναι: ион. inf. aor. pass. к λαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

λαμφθῆναι: Ἰων. ἀπαρ. τοῦ παθ. ἀορ. τοῦ λαμβάνω· πρβλ. καὶ λάμπω.

Greek Monotonic

λαμφθῆναι: Ιων. απαρ. Παθ. αορ. του λαμβάνω.