ἱεροδόκος

Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A receiving sacrifices, or ἱερόδοκος, received in temples, A.Supp.363 (lyr., dub. l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροδόκος: -ον, δεχόμενος θυσίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 363.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit les sacrifices.
Étymologie: ἱερός, δέχομαι.

Greek Monolingual

ἱεροδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος, σμηνο-δόκος.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροδόκος: получаемый в виде жертвы (θεῶν λήμματα Aesch.).