βαρύφωνος

Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A with a deep, bass voice, opp. ὀξύφωνος, Hp.Aër. 6, Arist.GA786b7, etc.

German (Pape)

[Seite 435] von tiefer Stimme, γέρων Menand. bei Ath. II, 71 c; Arist.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύφωνος: ον,ὁ ἔχων βαρεῖαν φωνήν,ἀντίθ. τῷ ὀξύφωνος, Ἱππ.π. Λέρ. 283, Ἀριστ.π.Ζ. Γ. 5.7,9, κτλ.

Spanish (DGE)

(βᾰρύφωνος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de voz grave Hp.Aër.6, Arist.GA 786b7, Men.Fr.208.7, Gal.17(2).212.

Greek Monolingual

βαρύφωνος, -ον (AM)
αυτός που έχει σκληρή, βραχνή φωνή
αρχ.
εκείνος έχει βαριά, βαθιά φωνή.

Russian (Dvoretsky)

βαρύφωνος: обладающий низким тембром Arst.