Θεσπρωτίς

Revision as of 07:58, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

French (Bailly abrégé)

ίδος
fém. de Θεσπρωτός.

English (Slater)

Θεσπρωτίς test., Strabo 7. 7. 10, p. 328. οἱ τραγικοί τε καὶ Πίνδαρος Θεσπρωτίδα εἰρήκασι τὴν Δωδώνην. ὕστερον δὲ ὑπὸ Μολοττοῖς ἐγένετο fr. 60.

Russian (Dvoretsky)

Θεσπρωτίς: ίδος ἡ Теспротида (прибрежная область в юго-зап. Эпире) Pind., Thuc.