συναμιλλάομαι

Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Med.,

   A contend or struggle together, E.HF1206 (lyr., συναμιλλαταί 'rivals' Murray), Plu.2.786f.

German (Pape)

[Seite 999] dep. pass., mit Andern zugleich wetteifern; Eur. Herc. Fur. 1205; Plut. an seni 6.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰμιλλάομαι: ἀποθ., ἁμιλλῶμαι, ἢ ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, δακρύοις συναμιλλᾶται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1205 (ἔνθα ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ δακρύοισιν ἁμιλλᾶται), ἴδε σημ. Paley, Πλούτ. 2. 786Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
lutter ensemble.
Étymologie: σύν, ἁμιλλάομαι.

Greek Monotonic

συνᾰμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., διαγωνίζομαι ή αμιλλώμαι, μάχομαι μαζί με, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰμιλλάομαι: состязаться, соревноваться Plut.