ἁμιλλάομαι
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
English (LSJ)
A fut. ἁμιλλήσομαι Ar.Pax950, Pl.R. 349c: aor. ἡμιλλήθην E. (v. infr.), Th.6.31; later ἡμιλλησάμην Plu.Arat.3, Luc.Par.51, Aristid.1.127, 149 J., etc.: pf. ἡμίλλημαι E. (v. infr. II.1):—compete, vie, contend, Ar.l.c., etc.; πρὸς ἀλλήλους Th. l.c.: c. dat.pers., Hdt.4.71, E.Andr.127, etc.; πρός τινα Id.HF960: c. dat. rei, contend in or with a thing, ἁμιλληθεὶς λόγῳ Id.Supp.195, cf.HF1255; βίῳ Hipp.426; ἵπποις, τόξοις, etc., And.4.27, Pl.R. 328a, cf. Lg.834a; περί τινος about or for a thing, Luc.Charid.20; περί τινι Pi.N.10.31; ἐπί or πρός τι, Pl.Lg.830e, 968b; ὑπέρ τινος Plb.5.86.8: ἁ. ὡς.. or ὅπως... Pl.R. 349c, X.HG7.2.14: c. acc. cogn., ἁ. στάδιον Pl.Lg.833a.
2 in pass. sense, πόλλ' ἁμιλληθέντα made subjects of contest, E.Fr.812.2.
II without idea of rivalry, strive, hasten eagerly, ἐπὶ τὸ ἄκρον X.An.3.4.44; πρός τι to obtain a thing, Pl.R. 490a, Arist.EN1162b8, al.; δεῦρ' ἁμιλλᾶται ποδί E.Or.456; σὲ τὴν ὄρεγμα δεινὸν ἡμιλλημένην Id.Hel.546: metaph., c. acc. cogn., ποῖον ἁμιλλᾱθῶ γόον; how shall I groan loud enough? ib.165; τόνδ' ἁμιλλῶμαι λόγον Hec.271.
III Hsch. has Act., ἁμιλλᾶν· ἐρίζειν, καὶ εἰς τάχος γράφειν.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [act. Hsch.]
• Morfología: [aor. ἡμιλλήθην Th.6.31, E.Supp.195, tard. part. ἁμιλλησάμενος Plu.Arat.3]
I gener.
1 rivalizar, competir con c. πρός y ac. de pers. πρὸς ἀλλήλους Th.6.31, πρὸς Ἀλέξανδρον Luc.DMort.12.7, πρὸς αὑτήν Aristid.1.127, cf. 149
•c. πρός y ac. no de pers. πρὸς τὴν κέδρον Sm.Ie.22.15
•c. dat. de pers. δεσπόταις E.Andr.127, παρασίτῳ Luc.Par.51, κρείττοσιν Aesop.85.1, fig. μόνον ... ἁμιλλᾶσθαι βίῳ que una sola cosa ... rivaliza (en duración) con la vida E.Hipp.426
•c. dat. equivalentes a los de pers. ὁ σοφὸς ὅλου ἔθνους ἀξιώματι ἀμιλλᾶται el sabio rivaliza con los juicios de todo el pueblo Ph.2.407, ἁ. δ' ἀεὶ πολιτεύμασι χρηστοῖς Plu.Agis 2, πῶς ἁμιλλήσῃ ἵπποις; ¿cómo rivalizarás con los caballos en la carrera?, Sm.Ie.12.5
•c. πρός y ac. de pers. y dat. instrum. ἁμιλλώμενοι ταῖς κολακείαις πρὸς τοὺς ὁμολογοῦντας rivalizando en adulación con los que están de acuerdo Din.1.103.
2 esforzarse por, tratar de conseguir, rivalizar en cuanto a c. πρός y ac. de cosa o abstr. πρὸς τὸ ὂν ... ἁμιλλᾶσθαι tratar de alcanzar el ser Pl.R.490a, πρός γε τὸ τοιοῦτον Pl.Lg.968b, πρὸς τοῦτο Arist.EN 1162b8, πρὸς ἀνδρείαν ἀ. rivalizar en cuanto al valor, OGI 339.71 (Sesto II a.C.)
•c. πρός y ac. y dat. instrum. ἔργῳ πρὸς λόγον ἁμιλλώμενος rivalizando en hechos con sus palabras Plb.31.29.11
•c. otros giros c. prep. (c. ὑπέρ, περί, etc.) ἀ. ὑπὲρ τοῦ φθάσαι rivalizar en adelantarse Plb.5.86.8, οἱ ἀστέρες καὶ περὶ πρωτείων ἁμιλλώμενοι rivalizando también los astros por los primeros puestos Ph.1.673, ἡμ[ι] λλῶντο δω[τί] νης πέρι Call.Fr.202.46, ἀρχῶν πέρι καὶ τιμῶν Luc.Cont.20, ἐπὶ τὰς πράξεις ἁ. rivalizar en acciones bélicas Onas.1.24.
3 esforzarse, apresurarse c. ac. int. σὲ τὴν ὄρεγμα δεινὸν ἡμιλλημένην τύμβου 'πὶ κρηπῖδ' tú que te has apresurado a dar un terrible abrazo a la base de la tumba E.Hel.546, ποῖον ἁμιλλαθῶ γόον; ¿qué lamento lanzaré con esfuerzo? E.Hel.165, τόνδ' ἁμιλλῶμαι λόγον E.Hec.271
•c. dat. instrum. γέροντι δεῦρ' ἁμιλλᾶται ποδί con esfuerzo se apresura hacia allí con su viejo pie E.Or.456
•c. or. consecutivo-final ἁμιλλώμενοι ... ὡς μέγιστον ποιῆσαι Hdt.4.71, ἁμιλλήσεται ὡς ἁπάντων πλεῖστον αὐτὸς λάβῃ Pl.R.349c, ἡμιλλῶντο ὅπως φθάσειαν τοῖς Πελληνεῦσι βοηθήσαντες X.HG 7.2.14
•abs. Ar.Pax 950, cf. S.Fr.443
•c. εἰς y ac. de lugar τῶν δὲ Κορινθίων ἁμιλλωμένων εἰς Ἄργος apresurándose los corintios hacia Argos Plu.Cleom.19.
II c. idea más clara de op.
1 enfrentarse, combatir, luchar c. πρός y ac. de pers. πρὸς οὐδέν' ἡμιλλᾶτο E.HF 960.
2 enfrentarse en una discusión, disputar, debatir, discutir λόγῳ E.Supp.195, λόγοις E.HF 1255, πόλλ' ἁμιλληθέντα opiniones discutidas, encontradas E.Fr.812.2, ἃ ... διὰ τῶν ἐπιτυχόντων ὀνομάτων ἁμιλλησάμενος κατέλιπε lo que dejó en palabras de ocasión que se le ocurrían en medio del debate Plu.Arat.3.
III en contextos agonales concursar, competir, correr, ejercitarse en c. περί y gen. περὶ ἐσχάτων ἀέθλων Pi.N.10.31, ἁμιλλώμενοι περὶ νίκης πρὸς ἀλλήλους (cf. I 1) Plu.2.239c, cf. Isoc.9.79
•c. ἐπί y ac. ὥρμησαν ἁμιλλᾶσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον se lanzaron a competir a la carrera hacia la cima X.An.3.4.44, ἐπὶ κατάληψιν χωρίων ἁμιλλωμένους compitiendo en la toma de puestos Pl.Lg.830e, ἐθεᾶτο ἁμιλλωμένους ἐπὶ τὰ θηρία observaba a los que competían en cazar X.Cyr.1.4.15
•c. ἐν y dat. οὐδ' εἰ ἐν τῷ πελάγει φαίη ἁμιλλᾶσθαι ἅρματα ni aunque dijera que los carros hacen carreras por el mar Arist.Xen.980a12
•c. ἐπί y gen. ἐφ' ἁρμάτων οἱ νεανίσκοι ... ἡμιλλήσαντο D.C.43.23.6
•c. dat. instrum. τοῖς ἵπποις And.4.27, Pl.R.328a, νενίκηκα δὲ τριήρει μὲν ἁμιλλώμενος ἐπὶ Σουνίῳ venci en la regata de trirremes en Sunion Lys.21.5, τόξοις καὶ πέλταις καὶ ἀκοντίοις Pl.Lg.834a, κιθαρίσει καὶ ᾠδῇ καὶ βολαῖς δίσκων ... καὶ πυγμῇ Plu.2.724b
•c. ac. int. ὁ τὸ στάδιον ἁμιλλησόμενος σὺν τοῖς ὅπλοις el que va a correr la carrera del estadio con las armas Pl.Lg.833a, τὸν σταδιαῖον ἁμιλλῶνται δρόμον αὐτοὶ πρὸς ἀλλήλους D.H.7.73, τὰ κατάντη ἁμιλλώμενοι corriendo (en competición) cuesta abajo X.Eq.8.6
•abs. ὅταν ἁμιλλᾶται cuando participa en carreras Pl.Ly.208a, ἁμιλλῶνται οἱ στεφανηφόροι SIG 57.16 (Mileto V a.C.).
IV act. escribir con rapidez (ἐς τάχος γράφειν) Hsch.
German (Pape)
[Seite 125] aor. ἡμιλλήθην (ἁμιλλήσασθαι hat Plut. Arat. 3; s. ἐξαμ.; ἁμιλληθέν pass. Eur. Phoen. frg. 9), 1) wettkämpfen, wetteifern, Pind., περὶ ἄθλων κορυφαῖς N. 10, 31; τὸ στάδιον, τὸ δίαυλον, im Schnelllaufe, Doppellaufe wetteifern, Plat. Legg. 833 a; übtr., λόγον Eur. Hec. 271; γόον Hel. 164; ἵπποις, τόξοις, Plat. Rep. I, 328 a Legg. VIII, 834 a; λόγῳ Eur. Suppl. 195; ἁμιλληθὲν πρός τινα, mit Einem, Thuc. 6, 31, wo Krüger zu vgl., u. Eur. Herc. Fur. 960; Luc. Mort. D. 12, 7; πρὸς τὴν ἀρετὴν ἁμιλλητέον Isocr. 7, 73. – 2) übh. sich beeilen, Ar. Pl. 915, οὔκουν ἁμιλλήσεσθον, und zwar um die Wette; δεῦρο ἁμιλλᾶται ποδί Eur. Or. 456; πρός τι, nach etwas streben, Plat. Legg. XII, 968 b; ὡς λάβῃ Rep. I, 349 c; ἐπὶ τὰ θηρία, auf das Wild um die Wette losgehen, Xen. Cyr. 1, 4, 15; ἐπὶ τὸ ἄκρον An. 3, 4, 44; ὅπως φθάσειαν Hell. 7, 2, 13; c. inf., Plut. Arist. 10; ὑπὲρ τοῦ φθάσαι Pol. 5, 86, 8; ὑπὲρ τῆς ὁμοιότητος Plut. Num.; ἀπὸ γῆς, vom Lande herbeieilen, Pomp. 73.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. ἁμιλλήσομαι, ao. ἡμιλλήθην, pf. ἡμίλλημαι;
1 combattre, lutter : τινί, πρός τινα contre qqn ; ἄλλοις ἁμιλλῶ ταῦτα EUR discute ceci avec d'autres ; fig. ἁμιλλᾶσθαι βίῳ EUR le disputer à la vie, avoir autant de prix que la vie;
2 p. ext. faire effort.
Étymologie: ἅμιλλα.
Russian (Dvoretsky)
ἁμιλλάομαι: (ᾰμ) (aor. ἡμιλλήθην - поздн. ἡμιλλησάμην)
1 состязаться, соперничать, спорить, бороться (τινι Her., Eur. и πρός τινα Eur.; τι Plat., τινι Eur., Plat.; περί τινι Pind., ἐπί и πρός τι Plat., περί τινος Luc., ὑπέρ τινος Polyb.): (τὰ) ἁμιλληθέντα Eur. предметы спора; ἁμιλληθείς (pass. = act.) τινι Eur., Thuc.; поспорив(ший) с кем-л.;
2 устремляться, стремиться (ἐπί τι Xen., πρός τι Plat., Arst. и ὑπέρ τινος Polyb., Plut.): γέροντι ἁ. ποδί Eur. спешить старческой походкой; ἁ. τὰς τιμὰς ὑπερβάλλεσθαι Plut. стремиться стяжать себе почести; ἁ. γόον Eur. возопить;
3 отстаивать, защищать: ἁ. τι βίῳ Eur. отстаивать что-л., не щадя жизни; τῷ δικαίῳ ἁ. λόγον Eur. говорить в защиту справедливости.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμιλλάομαι: μέλλ. -ήσομαι Ἀριστοφ., Πλάτ.: ἀόρ. ἡμιλλήθην Εὐρ., Θουκ. (ἴδε κατωτ.), μεταγεν. ἡμιλλησάμην Πλουτ. - Ἄρατ. 3. Λουκ. περὶ Παραπ. 51, Ἀριστείδ., κτλ.: πρκμ. ἡμίλλημαι Εὐρ.: - πρβλ. ἐξαμιλλάομαι: (ἅμιλλα). Ἀποθ., ἀγωνίζομαι, φιλονικῶ ἢ ἐρίζω πρός τινα, Λατ. amulari, Ἡροδ. 4. 71. Πινδ. Ν. 10. 58, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. - Συντάσσ. μ. δοτ. προσ., ἀγωνίζομαι, ἀνταγωνίζομαι πρός τινα, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Ἀνδρ. 127, κτλ., πρός τινα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 960 (ἴδε κατωτ. 2): μετὰ δοτ. πράγμ., ἀγωνίζομαι κατά τι ἢ πρός τι πρᾶγμα, ἄλλοισι... ἁμιλληθεὶς λόγῳ ὁ αὐτ. Ἱκ. 195, πρβλ. Ἡρ. Μαιν 1255· ἵπποις, τόξοις, Ἀνδοκ. 32. 34, Πλάτ. Πολ. 328Α. Νόμ. 834Α· περί τινος Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 20· περί τινι Πινδ. Ν. 10. 58· ἐπὶ ἢ πρός τι Πλάτ. Νόμ. 830Ε, 968Β· ὑπέρ τινος Πολύβ. 5. 86, 8. - ὁ λόγος δὲ ἢ σκοπὸς τοῦ ἀγῶνος προστίθεται δι’ ἀναφορ. προτάσεως, εἰσαγομένης διὰ τοῦ ὡς..., ἤ τοῦ ὅπως..., Πλάτ. Πολ. 349C, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 14: - τὸ εἶδος τοῦ ἀγῶνος προστίθεται διὰ συστοίχου αἰτιατ., ἁμ. στάδιον, ἁμ. ἅμιλλαν σταδίου Πλάτ. Νόμ. 833Α. 2) ἐπὶ παθ. ἐννοίας, τὸ πεζόν... πρὸς ἀλλήλους ἀμιλληθέν, δι’ ἁμίλλης παρασκευασθὲν (ὁ Βλωμφίλδ. δὲν παραδέχεται ἐνταῦθα τὴν παθ. σημασίαν, ἀλλὰ τὴν συνήθη ἐνεργ.), Θουκ. 6. 31· πόλλ’ ἁμιλληθέντα, καταστάντα ἀντικείμενα ἁμίλλης, Εὐρ. Ἀποσπ. 809. 2. ΙΙ. ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ἀγωνίζομαι, προσπαθῶ, μετὰ προθυμίας, σπεύδω, ἐπί τι, πρὸς σημεῖόν τι, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 44· πρός τι, ὅπως κερδήσω αὐτό, ὅπως γένωμαι κάτοχος αὐτοῦ, Πλάτ. Πολ. 490Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 7, καὶ ἀλλ.: δεῡρ’ ἁμιλλᾶτοι ποδὶ Εὐρ. Ὀρ. 456· σὲ τὴν ὄρεγμα δεινὸν ἠμιλλημένην ὁ αὐτ. Ἑλ. 546 (ἔνθα τὸ ὄρεγμα εἶναι σύστοιχος αἰτ., καθάπερ ἀνωτέρω): οὕτω, μεταφ., ποῖον ἁμιλλᾱθῶ γόον; ὅ ἐ. ποίαν ἅμιλλαν γόου ἁμιλλᾱθῶ; πῶς θὰ θρηνήσω ἀρκετὰ γοερῶς; αὐτόθι 165, πρβλ. Ἑκ. 271. III. ὁ Ἡσύχ ἔχει τὸ ἐνεργ. «ἁμιλλᾶν· τὸ ἐρίζειν, καὶ εἰς τάχος γράφειν.»
English (Slater)
ᾰμιλλάομαι strive, contend ὅστις ἁμιλλᾶται περὶ ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς (N. 10.31)
Greek Monotonic
ἁμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἡμιλλήθην, μετέπειτα ἡμιλλησάμην· παρακ. ἡμίλλημαι· (ἅμιλλα)·
I. 1. αποθ., συναγωνίζομαι, φιλονικώ, ερίζω με κάποιον, Λατ. aemulari, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρός τινα, σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., αγωνίζομαι εναντίον κάποιου πράγματος ή για κάποιο πράγμα, σε Ηρόδ.· περί τινος, για κάτι, σε Λουκ.
2. με Παθ. σημασία, τὸ πεζὸν πρὸς ἀλλήλους ἁμιλληθέν, συναγωνίζεται ο ένας τον άλλο, σε Θουκ.
II. λέγεται για μεμονωμένο άτομο, αγωνίζομαι, προσπαθώ, ἐπί τι, προς κάποιο σημείο, σε Ξεν.· πρός τι, για την απόκτηση κάποιου πράγματος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἅμιλλα
I. to compete, vie, contend with another, Lat. aemulari, c. dat. pers., Hdt., etc.; πρός τινα Eur.; c. dat. rei, to contend in or with a thing, Hdt.; περί τινος about a thing, Luc.
2. in pass. sense, τὸ πεζὸν πρὸς ἀλλήλους ἁμιλληθέν being matched one against another, Thuc.
II. of a single person, to strive, struggle, ἐπί τι to a point, Xen.; πρός τι to obtain a thing, Plat.
Lexicon Thucydideum
certare inter se, aemulari, struggle with each other, to compete, 6.31.3.
Translations
run
Abkhaz: аҩра; Afar: erde; Ainu: ホユプ; Albanian: vrapoj; Arabic: رَكَضَ, جَرَى; Egyptian Arabic: جري; Hijazi Arabic: جري; Moroccan Arabic: جْرى; South Levantine Arabic: ركض; Armenian: վազել; Aromanian: fug, alag; Assamese: দৌৰা; Assyrian Neo-Aramaic: ܪܵܚܹܛ; Asturian: correr; Avar: рекеризе; Azerbaijani: yüyürmək; Bashkir: йүгереү; Basque: korrika egin, lasterka egin; Belarusian: бегаць, пабегаць, бегчы, пабегчы; Bengali: দৌড়ানো; Bikol Central: dalagan; Breton: redek; Bulgarian: бягам, тичам; Burmese: ပြေး; Catalan: córrer; Cebuano: dagan; Chechen: дада, ида; Cherokee: ᎠᏟ; Cheyenne: -ameméohe; Chinese Cantonese: 走, 跑; Dungan: по; Eastern Min: 䟛; Gan: 跑; Hakka: 走; Hokkien: 走; Jin: 跑; Mandarin: 跑, 奔跑, 走; Northern Min: 走; Wu: 奔, 跑; Xiang: 跑; Chuvash: чуп; Crimean Tatar: çapmaq, cuvurmaq; Czech: běhat, běžet; Dalmatian: cuar; Danish: løbe; Dutch: rennen, lopen; Esperanto: kuri; Estonian: jooksma; Even: тут-; Evenki: тукса-; Ewe: ƒu du; Faroese: renna; Finnish: juosta; French: courir; Friulian: cori; Galician: correr; Georgian: სირბილი; German: rennen, laufen; Alemannic German: lauffe; Gothic: 𐌸𐍂𐌰𐌲𐌾𐌰𐌽, 𐍂𐌹𐌽𐌽𐌰𐌽; Greek: τρέχω; Ancient Greek: ἁμιλλάομαι, ἀνελίσσω, ἀποπυτίζω, ἀποτρέχω, διαθεύω, διαθέω, δίεμαι, δρέμω, δρομάσσω, δρομάω, δρομέω, ἐκθέω, ἐλαύνω, θείω, θέω, σεύω, τρέχω, τρωχάω; Guaraní: ñani; Gujarati: દોડવું; Haitian Creole: kouri; Hawaiian: holo; Hebrew: רָץ; Higaonon: pulaguy; Hindi: दौड़ना; Hungarian: fut, szalad; Icelandic: hlaupa; Ido: kurar, hastar; Indonesian: lari, berlari, menjalankan; Ingrian: joossa; Ingush: вада; Irish: rith; Italian: correre; Japanese: 走る; Javanese: mlayu; Kabyle: azzel; Kannada: ಓಡು; Kazakh: жүгіру; Khmer: រត់; Korean: 달리다, 뛰다; Kurdish Central Kurdish: ڕاکردن; Northern Kurdish: bezîn, revîn, bazdan; Kyrgyz: жүгүрүү; Lao: ແລ່ນ; Latgalian: skrīt; Latin: curro; Latvian: skriet; Lingala: pota, kopota; Lithuanian: bėgti; Lombard: cór; Luxembourgish: lafen, rennen; Macedonian: т́рча, истрча; Malay: berlari, lari; Malayalam: ഓടുക; Maltese: ġera; Manchu: ᡶᡝᡴᠰᡳᠮᠪᡳ; Manx: roie; Maori: horo, oma; Maranao: palalagoy; Mongolian Cyrillic: гүйх; Mongolian: ᠭᠦᠶᠦᠬᠦ; Nanai: туту-; Nepali: दगुर्नु, दौडनु; North Frisian: luup, laap; Northern Altai: чӱгӱрер; Northern Ohlone: othemhimah; Northern Norwegian Bokmål: løpe, springe; Occitan: córrer; Odia: ଦଉଡ଼ିବା,ଦୌଡ଼ିବା,ଧାଇଁବା,ନର୍ଦିବା,ନରର୍ଦ୍ଦିବା,ଘଟକିବା,ଧୁପିବା,ଭେଡ଼ିବା,ଧପଡ଼ିବା,ଧପାଲିବା,ଧବୁଡ଼ିବା; Old Church Slavonic Cyrillic: бѣгати, бѣжати; Glagolitic: ⰱⱑⰳⰰⱅⰹ, ⰱⱑⰶⰰⱅⰹ; Old East Slavic: бѣгати, бѣжати; Old English: rinnan; Old Javanese: layu; Oromo: fiiguu; Ossetian: згъорын; Ottoman Turkish: قوشمق, یلمك; Pashto: الاکول; Persian: دَویدَن; Polabian: bezăt; Polish: biegać, biec; Portuguese: correr; Punjabi: ਦੌੜਣਾ; Quechua: qurriy; Romanian: alerga, fugi; Romansch: currer, cuorer, curer, curir, correr, cuorrer; Russian: бегать, побегать, бежать, побежать; Sanskrit: द्रवति, धावति; Sardinian: cúrrere, curri, cúrriri; Scots: rin; Scottish Gaelic: ruith; Serbo-Croatian Cyrillic: тр̀чати; Roman: tr̀čati; Sicilian: cùrriri; Sindhi: ڊڪڻ; Sinhalese: දුවනවා; Slovak: behať, bežať; Slovene: teči; Slovincian: bjêgac; Somali: ordid; Sorbian Lower Sorbian: běgaś, běžaś; Upper Sorbian: běhać, běžeć; Southern Altai: јӱгӱрер; Southern Spanish: correr, apeonar; Swahili: kukimbia; Swedish: springa, löpa; Tagalog: takbo, tumakbo; Tajik: давидан; Tamil: ஓடு; Tatar: йөгерергә; Tausug: dagan, dumagan; Telugu: పరుగెత్తు; Tetum: halai; Thai: วิ่ง; Turkish: koşmak; Turkmen: çapmak; Tuvan: маңнаар, чүгүрер; Ukrainian: бі́гати, бі́гти; Urdu: دَوڑْنا; Uyghur: يۈگۈرمەك; Uzbek: yugurmoq; Venetan: córar, córer, córare, corer; Vietnamese: chạy; Walloon: cori; Waray-Waray: dalagan, dagan; Welsh: rhedeg; Western Bukidnon Manobo: pelelaɣuy; Yagnobi: давак; Yiddish: לויפֿן