λείουσι

Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Greek (Liddell-Scott)

λείουσι: Ποιητ. ἀντὶ τοῦ λέουσι, δοτ. πληθ. τοῦ λέων.

French (Bailly abrégé)

dat. pl. épq. de λέων.

English (Autenrieth)

see λέων.

Greek Monotonic

λείουσι: ποιητ. αντί λέουσι, δοτ. πληθ. του λέων.

Russian (Dvoretsky)

λείουσι: эп. (= λέουσι) dat. pl. к λέων.