λείουσι: Ποιητ. ἀντὶ τοῦ λέουσι, δοτ. πληθ. τοῦ λέων.
dat. pl. épq. de λέων.
see λέων.
λείουσι: ποιητ. αντί λέουσι, δοτ. πληθ. του λέων.
λείουσι: эп. (= λέουσι) dat. pl. к λέων.