λείουσι
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
poet. for λέουσι, dat. pl. of λέων.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de λέων.
Russian (Dvoretsky)
λείουσι: эп. (= λέουσι) dat. pl. к λέων.
Greek (Liddell-Scott)
λείουσι: Ποιητ. ἀντὶ τοῦ λέουσι, δοτ. πληθ. τοῦ λέων.
English (Autenrieth)
see λέων.
Greek Monotonic
λείουσι: ποιητ. αντί λέουσι, δοτ. πληθ. του λέων.