λείουσι
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
poet. for λέουσι, dat. pl. of λέων.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de λέων.
Russian (Dvoretsky)
λείουσι: эп. (= λέουσι) dat. pl. к λέων.
Greek (Liddell-Scott)
λείουσι: Ποιητ. ἀντὶ τοῦ λέουσι, δοτ. πληθ. τοῦ λέων.
English (Autenrieth)
see λέων.
Greek Monotonic
λείουσι: ποιητ. αντί λέουσι, δοτ. πληθ. του λέων.