ἐνέγκαι
English (LSJ)
ἐνεγκεῖν,
A v. φέρω.
German (Pape)
[Seite 836] ion. ἐνεῖκαι, u. ἐνεγκεῖν, aor. zu φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνέγκαι: ἐνεγκεῖν, ἴδε φέρω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. de φέρω.
Greek Monotonic
ἐνέγκαι: ἐνεγκεῖν, απαρ. αορ. αʹ και βʹ του φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνέγκαι: inf. aor. 1 к φέρω.