μελανοφορέω

Revision as of 08:07, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A wear black, Plu.2.557d.

German (Pape)

[Seite 120] schwarze Kleider tragen, Plut. de S. N. V. 12. Auch μελανηφορέω.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοφορέω: φορῶ μέλανα ἐνδύματα, «μαυροφορῶ», Πλούτ. 2. 557D· μελᾰνο-φόρος, ον, ὁ φορῶν μέλανα, πένθιμα, «μαυροφόρος», Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 338· πρβλ. μελανηφόρος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter des vêtements noirs.
Étymologie: μέλας, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνοφορέω: носить черное платье, быть одетым в черное Plut.