κισσόω

Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Att. κιττ-,

   A wreathe with ivy, κρᾶτα κισσώσας ἐμόν E.Ba. 205; κεκισσωμένος Alciphr.2.3.

German (Pape)

[Seite 1443] mit Epheu umwinden, bekränzen, κρᾶτα κισσώσας ἐμόν Eur. Bacch. 205. – Adj. verb. κισσωτός, νεβρίς Agath. (VI, 172).

Greek (Liddell-Scott)

κισσόω: Ἀττ. κιττ-, κοσμῶ, στέφω μὲ κισσόν, κρᾶτα κισσώσας ἐμὸν Εὐρ. Βάκχ. 205· κεκισσωμένος Ἀλκίφρων 2. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couronner de lierre.
Étymologie: κισσός.

Greek Monotonic

κισσόω: μέλ. -ώσω (κισσός), στεφανώνω με κισσό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κισσόω: обвивать плющом (κρᾶτά τινος Eur.).