νευροσπάστης

Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A puppet-show man, IG11(2).133.80 (Delos, ii B.C.), Arist.Mu.398b16, Ath.1.19e.

Greek (Liddell-Scott)

νευροσπάστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ χορδῶν κινῶν πλαγγόνας, «κούκλας», Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 15.

Greek Monolingual

νευροσπάστης, ὁ (Α)
αυτός που κινεί τα νευρόσπαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστής (< σπῶ), πρβλ. εκ-σπάστης].

Russian (Dvoretsky)

νευροσπάστης: ου ὁ приводящий в движение куклы (в кукольном театре) Arst.