νευροσπάστης

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροσπάστης Medium diacritics: νευροσπάστης Low diacritics: νευροσπάστης Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΤΗΣ
Transliteration A: neurospástēs Transliteration B: neurospastēs Transliteration C: nevrospastis Beta Code: neurospa/sths

English (LSJ)

νευροσπάστου, ὁ, puppet-show man, IG11(2).133.80 (Delos, ii B.C.), Arist.Mu.398b16, Ath.1.19e.

German (Pape)

ὁ, der durch Ziehen an Sehnen oder Fäden Gliederpuppen bewegt, Marionettenspieler; Arist. mund. 6 οἱ νευροσπάσται μίαν μήρινθον ἐπισπασάμενοι ποιοῦσι καὶ αὐχένα κινεῖσθαι καὶ χεῖρα τοῦ ζῴου, ἔστι δ' ὅτε πάντα τὰ μέρη; Ath. I.19c.

Russian (Dvoretsky)

νευροσπάστης: ου ὁ приводящий в движение куклы (в кукольном театре) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νευροσπάστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ χορδῶν κινῶν πλαγγόνας, «κούκλας», Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 15.

Greek Monolingual

νευροσπάστης, ὁ (Α)
αυτός που κινεί τα νευρόσπαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστής (< σπῶ), πρβλ. εκσπάστης].