τετράπαλαι

Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

Adv.

   A four times long ago, i.e. long long ago, Call.Epigr.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπαλαι: [ᾰ], Ἐπίρρ., τετράκις πάλαι, πολὺ πρὸ πολλοῦ, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 80, πρβλ. δεκάπαλαι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. πάρα πολύ παλιά, πριν από πολύ χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τετρ(α)- + πάλαι.

Russian (Dvoretsky)

τετράπᾰλαι: (ρᾰ) adv. чрезвычайно давно Anth.