τετράκις
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. four times, Od.5.306, Hdt.2.142, IG12.606, Ar. Pl.851, etc.:—post-Hom. also τετράκι, IG4.561.5 (Argos), Pi.N.7.104 (prob.), Call.Epigr.53.2, MAMA4.157 (Apollonia); and τετράκιν, IG5(1).213.9 (Sparta, v B.C.).
German (Pape)
[Seite 1097] adv., viermal, Od. 5, 306 u. Folgde; bei sp. D. auch τετράκι, wie schon Pind. N. 7, 104; Mel. 7 (XII, 52).
French (Bailly abrégé)
adv.
quatre fois.
Étymologie: τέσσαρες, -ακις.
Russian (Dvoretsky)
τετράκις: (ᾰ) adv. четыре раза, четырежды Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
τετράκις: [ᾰ], Ἐπίρρ., τέσσαρας φοράς, Λατ. quater, Ὀδ. Ε. 306, Ἡρόδ. 2. 142, Ἀριστοφάν. Πλ. 851, κλπ.· - μεθ’ Ὅμηρ. ὡσαύτως τετράκι Συλλ. Ἐπιγραφ. 17, Πινδ. Ν. 7. 153, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 55. 2· τὸ τετράκις ἄρχοντα τὴν μεγίστην ἀρχὴν (ἀντὶ τὸ τέταρτον) Ἐπιγρ. Ὀλβίας, CIG. 2059.
English (Autenrieth)
four times, Od. 5.306†.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και τετράκι και τετράκιν Α
επίρρ. (στη νεοελλ. λόγιος τ.) τέσσερεις φορές («τετράκις ἔλεγον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- επιρρμ. κατάλ. -άκις / -άκι (πρβλ. πεντάκις)].
Greek Monotonic
τετράκις: [ᾰ], επίρρ., τέσσερις φορές, Λατ. quater, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· τετράκι, σε Πίνδ.
Middle Liddell
four times, Lat. quater, Od., Hdt., Attic:— τετράκι, Pind.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
adv. cuatro veces λόγον ἐπανάγνωθι, αὐτὸν γʹ ἀποδιαστ<ήσ>ας, ἀνὰ τ. recita la fórmula, dividiéndola en tres partes, cuatro veces cada una P IV 2392 αὐτὸς γὰρ ἀσπάζεται τὸν θεὸν τ. τοῦ ἐνιαυτοῦ ... Κυνὸς ἄστρου ἀνατολήν pues éste saluda al dios cuatro veces al año, en la elevación de la estrella del Can (e.e., Sirio) P XIII 387