περιμάχομαι

Revision as of 08:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A fight around one, X.Cyr.7.1.41.

German (Pape)

[Seite 582] (s. μάχομαι), um Etwas kämpfen, Xen. Cyr. 7, 1, 41; entweder um es zu vertheidigen od. es in seine Gewalt zu bekommen.

Greek (Liddell-Scott)

περιμάχομαι: ἀποθ., μάχομαι πέριξ τινός, ἀνεχώρισε πάντας τοὺς περιμαχομένους καὶ μάχεσθαι οὐδένα ἔτι εἴα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 41.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
combattre tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περί, μάχομαι.

Greek Monolingual

Α
μάχομαι γύρω από κάτι ή για κάτι.

Russian (Dvoretsky)

περιμάχομαι: (ᾰ) сражаться вокруг: οἱ περιμαχόμενοι Xen. те, которые вели бой вокруг (Кира).