σαρκίζω
English (LSJ)
A scrape clean of flesh, Hdt.4.64.
German (Pape)
[Seite 863] = σαρκάζω, τὸ δέρμα, die Haut abziehen, Her. 4, 64.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκίζω: ἀφαιρῶ, ἀποξέω τὴν σάρκα, Ἡρῳδιαν. 4. 64, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 233.
French (Bailly abrégé)
arracher par morceaux ; τὸ δέρμα HDT la peau.
Étymologie: σάρξ.
Greek Monolingual
Α σάρξ, σαρκός]
αφαιρώ την σάρκα, γδέρνω («μετὰ δὲ σαρκίσας βοὸς πλευρῇ δέψει τῇσι χερσί», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
σαρκίζω: μέλ. -ίσω, αφαιρώ τη σάρκα, γδέρνω, ξεψαχνίζω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
σαρκίζω: сдирать мясо, очищать (кожу) от мяса Her.