γδέρνω

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

γδέρνω)
1. (για ζώα) αφαιρώ το δέρμα
2. (για μέλη του σώματος) τραυματίζω
νεοελλ.
1. (για άνθρωπο) κακοποιώ, βασανίζω
2. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά
3. καταστρέφω, ταλαιπωρώ
4. (για φυτά) ξεφλουδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγδέρνω < αρχ. εκδέρω «γδέρνω», κατ' αναλογικό μεταπλασμό προς άλλα ρήματα σε -νω (πρβλ. και δέρνω, φέρνω κ.ά)].