γδέρνω
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Greek Monolingual
(Μ γδέρνω)
1. (για ζώα) αφαιρώ το δέρμα
2. (για μέλη του σώματος) τραυματίζω
νεοελλ.
1. (για άνθρωπο) κακοποιώ, βασανίζω
2. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά
3. καταστρέφω, ταλαιπωρώ
4. (για φυτά) ξεφλουδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγδέρνω < αρχ. εκδέρω «γδέρνω», κατ' αναλογικό μεταπλασμό προς άλλα ρήματα σε -νω (πρβλ. και δέρνω, φέρνω κ.ά)].