πεπλανημένως
English (LSJ)
Adv., (πλανάομαι)
A mistakenly, in error, περί τινος π. ἔχειν Isoc.9.43 ; π. λέγεσθαι Str.2.4.3. II irregularly, of fits of disease, Hp.Epid.1.3.<
German (Pape)
[Seite 560] adv. part. perf. pass. von πλανάω, umherirrend, umherschweisend, εἶχεν, Isocr. 9, 43.
Greek (Liddell-Scott)
πεπλᾰνημένως: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
en errant çà et là ; de manière irrégulière.
Étymologie: πεπλανημένος, part. pf. Pass. de πλανάω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. εσφαλμένα
2. (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλανημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πλανῶμαι].
Russian (Dvoretsky)
πεπλᾰνημένως: блуждая Arst.: π. ἔχειν Isocr. блуждать.